αναλογία

αναλογία
η
1. η ορθή λογική σχέση: Τα κέρδη διανεμήθηκαν κατά αναλογία του κεφαλαίου.
2. η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: Υπάρχει αναλογία στα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαίου ναού.
3. η ομοιότητα, από ορισμένη άποψη, μεταξύ δύο διαφορετικών στην ουσία πραγμάτων: Βρίσκω κάποια αναλογία ανάμεσα στην τρικυμία και την ανθρώπινη οργή.
4. (μαθημ.), η ισότητα δύο ή περισσότερων λόγων: 4 : 8 = 1 : 2.
5. (γραμμ.), το φαινόμενο του μετασχηματισμού λέξεων ή τύπων από επίδραση άλλων: Η αιτ. πληθ. τους βασιλέας μετασχηματίστηκε σε βασιλείς κατά αναλογία προς την ονομαστ. του πληθυντικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναλογία — ἀναλογίᾱ , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc/acc dual ἀναλογίᾱ , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίᾳ — ἀναλογίαι , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc pl ἀναλογίᾱͅ , ἀναλογία mathematical proportion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …   Dictionary of Greek

  • ἀναλογίας — ἀναλογίᾱς , ἀναλογία mathematical proportion fem acc pl ἀναλογίᾱς , ἀναλογία mathematical proportion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαι — ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc pl ἀναλογίᾱͅ , ἀναλογία mathematical proportion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαν — ἀναλογίᾱν , ἀναλογία mathematical proportion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογιῶν — ἀναλογία mathematical proportion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαις — ἀναλογία mathematical proportion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”